- εὐτοκία
- εὐτοκίᾱ , εὐτοκίαeasy deliveryfem nom/voc/acc dualεὐτοκίᾱ , εὐτοκίαeasy deliveryfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτοκίᾳ — εὐτοκίαι , εὐτοκία easy delivery fem nom/voc pl εὐτοκίᾱͅ , εὐτοκία easy delivery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτοκία — η (ΑΜ εὐτοκία, Α και ιων. τ. εὐτοκίη) [εύτοκος] εύκολη γέννηση, εύκολος τοκετός νεοελλ. ιατρ. ο τοκετός που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, χωρίς επιπλοκές αρχ. 1. φρ. «τρισσή εὐτοκία» η εύκολη γέννηση τριών παιδιών 2. (για γυναίκες)… … Dictionary of Greek
ευτοκία — η εύκολη γέννα (αντίθ. δυστοκία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτοκίας — εὐτοκίᾱς , εὐτοκία easy delivery fem acc pl εὐτοκίᾱς , εὐτοκία easy delivery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίαι — εὐτοκία easy delivery fem nom/voc pl εὐτοκίᾱͅ , εὐτοκία easy delivery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίαν — εὐτοκίᾱν , εὐτοκία easy delivery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίη — εὐτοκία easy delivery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίην — εὐτοκία easy delivery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίης — εὐτοκία easy delivery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτοκίῃ — εὐτοκία easy delivery fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)